θηρεύσῃς

θηρεύσῃς
θηράω
hunt
pres part act fem dat pl (epic ionic)
θηρεύω
hunt
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κολλέμβολα — Τάξη απτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει μικρά –μικρότερα από 6 χιλιοστά σε μήκος– έντομα χωρίς φτερά, τα οποία είναι σε θέση να εκτελούν μεγάλα άλματα, χάρη σε ένα όργανο που διαθέτουν. Το όργανο αυτό, γνωστό με την ονομασία δικρανίδιο,… …   Dictionary of Greek

  • θηρευτές — Οργανισμοί που επιβιώνουν με τη θήρευση, δηλαδή με το κυνήγι και τη σύλληψη άλλων οργανισμών. Η ιδιότητα του θ. προϋποθέτει την ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας ειδικών προσαρμοστικών μηχανισμών, που επιτρέπουν στον επιτιθέμενο οργανισμό να προλάβει ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”